- υπερμαζώ
- (I)-άω, ΜΑ1. είμαι παραχορτάτος2. ζω μέσα σε υπέρμετρα τρυφηλό θίο («ἐπὶ τῷ ἀξιώματι ὑπερμαζήσας», Δίων Κάσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + μᾶζα].————————(II)-άω, Μέχω τους μαστούς γεμάτους γάλα ή έχω μεγάλους μαστούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + μαζός, ιων. τ. τού μαστός].
Dictionary of Greek. 2013.